αγάλλομαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω)
χαίρομαι, ευφραίνομαι
αρχ.
1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ
2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον
3. στολίζω
4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα-, ἄγαμαι ή το ἀγανός.
ΠΑΡ. ἀγαλλιῶ, ἄγαλμα.