αγρυπνώ

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

[Α ἀγρυπνῶ (-έω)]
1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ
2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγρυπνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός
νεοελλ.
αγρύπνημα, αγρυπνητής].