αγρώ

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ἀγρῶ (-έω) (Α) (ποιητ. τύπος του ἀγρεύω)
1. παίρνω, πιάνω
με την πρώτη σημ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (γ΄ εν. αορ. a-ke-re-se)
2. καταλαμβάνω, κυριεύω
3. (στον Όμηρο μόνο σε προστ.) ἄγρει! εμπρός, έλα!
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συγγενές με το ἄγρα. Κατά τον Mckenzic από το ρημ. επίθ. -αγρετος (< ἀγείρω)].