αγόρι
Greek Monolingual
το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)]
1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι
2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός)
νεοελλ.
1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί
2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα ανδρικού φύλου
μσν.
παληκάρι, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι μεσαιωνικοί τύποι ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν) υποκοριστικά τών μσν. ουσ. ἄγορος και ἄγουρος αντιστοίχως. Τα ἄγορος και ἄγουρος από μτγν. επίθ. ἄγωρος < αρχ. επίθ. ἄωρος.
ΠΑΡ. αγορίνα, αγορίστικος.
ΣΥΝΘ. αγοροκόριτσο, αγορομάν(ν)α, αγοροφέρνω.