αδάκρυτος

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

και -στος, -η, -ο (Α ἀδάκρυτος, -ον)
1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα
2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος
3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος
4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δακρύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδακρυτί.