αδυνατίζω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
(Μ ἀδυνατίζω)
1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω
2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ
3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω
(«οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν»)
4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ
μσν.
είμαι αδύνατος ή ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδύνατος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδυνάτισμα].