αδυνατίζω

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

(Μ ἀδυνατίζω)
1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω
2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ
3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω
(«οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν»)
4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ
μσν.
είμαι αδύνατος ή ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδύνατος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδυνάτισμα].