αιμοφιλία

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
κληρονομική τάση για υπερβολική αιμορραγία, που προκαλείται από εγγενή έλλειψη μιας ουσίας απαραίτητης για την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < hemophilia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φιλία < φίλος].