ακουβάριαστος
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι
«ακουβάριαστο μαλλί».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].