αλανιάρης

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

-α και –ισσα, -ικο
1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης
2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος].