Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
-α και –ισσα, -ικο
1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης
2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος].