αλληλέγγυος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀλληλέγγυος, -ον)
αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη
νεοελλ.
1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης
2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον
η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη, αλληλεγγυότητα
μσν.
φορολογικό μέτρο του βυζαντινού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλ(ο)- + ἔγγυος.
ΠΑΡ. αλληλεγγύη
νεοελλ.
αλληλεγγυότηχα, αλληλεγγυώμαι].