διακώλυμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A hindrance, obstacle, ἔργων Pl.Lg.807d.
German (Pape)
[Seite 585] τό, das Hinderniß, Plat. Tim. 76 d.
Greek (Liddell-Scott)
διακώλῡμα: -ατος, τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Νόμ. 807D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impedimento, obstáculo τῶν ἔργων Pl.Lg.807d, ὅπως ἂν μηθὲν δ. γίγ[νητ] αι SEG 21.519.15 (Acarnas IV a.C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακώλυμα -ατος, τό [διακωλύω] hindernis, obstakel.
Russian (Dvoretsky)
διακώλῡμα: ατος τό препятствие, помеха Plat.