ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Full diacritics: διαρρᾰχίζω | Medium diacritics: διαρραχίζω | Low diacritics: διαρραχίζω | Capitals: ΔΙΑΡΡΑΧΙΖΩ |
Transliteration A: diarrachízō | Transliteration B: diarrachizō | Transliteration C: diarrachizo | Beta Code: diarraxi/zw |
A carve, Eub.15.4 (Pass.).
διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.
(διαρρᾰχίζω)
cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.