διαρράπτω

From LSJ
Revision as of 00:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρράπτω Medium diacritics: διαρράπτω Low diacritics: διαρράπτω Capitals: ΔΙΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: diarráptō Transliteration B: diarraptō Transliteration C: diarrapto Beta Code: diarra/ptw

English (LSJ)

A sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.

Greek (Liddell-Scott)

διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.

French (Bailly abrégé)

coudre ensemble.
Étymologie: διά, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

1 pasar hilos, coser c. ac. τρίχας καὶ σχοινία λεπτά Str.15.1.67, ὁλοσχοίνους Plu.2.978a, ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ. coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar τὸ τραῦμα Plu.Cat.Mi.70, τὸ δέρμα Gal.18(2).746, 996.

Greek Monolingual

διαρράπτω (Α)
1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω
2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).

Russian (Dvoretsky)

διαρράπτω: зашивать, сшивать Plut.