διδαγμοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A = διδασκαλία, Doroth. ap. Heph.Astr.2.19.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ enseñanza τῇδε διδαγμοσύνῃ πεπνυμένος Doroth.432.4.
Greek Monolingual
διδαγμοσύνη η (Α) δίδαγμα
η γνώση που στηρίζεται σε διδασκαλία, διδασκαλία.