διομαλισμός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ὁ, A consistency, steadiness, τῶν πράξεων S.E.P.3.244, cf. M.11.206: pl., uniform periods, in illness, Herod.Med. ap. Orib. 7.8.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 uniformidad τῷ διομαλισμῷ καὶ τάξει ταῦτα διορίζεσθαι S.E.M.11.206, cf. P.3.244.
2 persistencia en la regularidad κατὰ τοὺς διομαλισμούς Herod.Med. en Orib.7.8.5.
Greek Monolingual
διομαλισμός, ο (Α) διομαλίζω
η σταθερότητα.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλισμός: ὁ неизменность, постоянство Sext.