δυσφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 01:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρμιγξ Medium diacritics: δυσφόρμιγξ Low diacritics: δυσφόρμιγξ Capitals: ΔΥΣΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: dysphórminx Transliteration B: dysphorminx Transliteration C: dysformigks Beta Code: dusfo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.

Spanish (DGE)

-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.

Greek Monolingual

δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).

Greek Monotonic

δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφόρμιγξ -ιγγος [δυσ-, φόρμιγξ] als adj. met slechte klanken van de lier (d.w.z. triest, ellendig).

Russian (Dvoretsky)

δυσφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый не звуками форминги (а душераздирающими воплями) (ἄτη Eur.).

Middle Liddell

unsuited to the lyre, Eur.