δώς
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἡ, A = δόσις, only in nom., Hes.Op.356.
German (Pape)
[Seite 696] ἡ, im nom., Hes. O. 356, die Gabe.
Greek (Liddell-Scott)
δώς: ἡ Λατ. dos, = δόσις, εὑρισκόμενον μόνον κατ’ ὀνομαστ., Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 354.
Spanish (DGE)
ἡ
donación, don, regalo δὼς ἀγαθή, ἅρπαξ δὲ κακή Hes.Op.356, cf. Ael.Fr.6.
Greek Monotonic
δώς: ἡ, Λατ. dos, = δόσις, μόνο στην ονομ., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
δώς: ἡ только nom. sing. дар Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δώς, ἡ [δίδωμι] alleen nom., het geven, gift.
Middle Liddell
Lat. dos, = δόσις, Hes. only in nom.]