εἰσέρπω

Revision as of 01:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

aor. εἰσείρπῠσα, A to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp. Vict.1.7, cf. Plu.Cleom.8; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν (Dor. inf.) IG12(3).183(Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου Luc.DMort.3.2: c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις Ph.2.553.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέρπω: ἀόρ. εἰσείρπῠσα, ἕρπω ἐντός, Ἱππ. 343, κτλ., Πλουτ. Κλεομ. 8.

French (Bailly abrégé)

aller dans.
Étymologie: εἰς, ἕρπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hp.Vict.1.6, 7, Ael.NA 5.52

• Morfología: [dór. pres. inf. ἐσέρπεν IG 12(3).183 (Astipalea IV/III a.C.)]
introducirse, deslizarse hacia dentro c. εἰς y ac. ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp.Vict.1.7, cf. 25, ταῦτα δὲ καθαρὰ ἐσέρπειν ἐς τὸ σῶμα Hp.Vict.4.92, ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν ὅστις μὴ ἁγνός ἐστι prohibida la entrada en el santuario a quien no sea puro, IG l.c., εἰς ὃ (ἠθμόν) αἱ πορφύραι καὶ τὰ κογχύλια εἰσέρπουσιν Hdn.Gr.1.168, μύρμηκας ... εἰς τὸ στόμα Ael.VH 12.45
c. ac. ἀσπίδες ... τοὺς ὄχθους Ael.l.c.
c. dat. loc. τὸ τῶν βατράχων γένος ... τοῖς οἴκοις Gr.Nyss.V.Mos.52.24.

Greek Monolingual

εἰσέρπω (Α)
έρπω μέσα.

Greek Monotonic

εἰσέρπω: αόρ. αʹ εἰσείρπῠσα, έρπω μέσα, εισέρχομαι με την κοιλιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

aor1 εἰσείρπῠσα
to go into, Plut.