ζύγιον
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
τό, A = ζυγόν 111.1, ὑπὸ τὰ ζ. Callix. 1, cf. Aq., Sm. Pr.11.1.
German (Pape)
[Seite 1140] τό, kleine Wage, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγιον: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ζυγὸν (ΙΙΙ. 3), ὑπὸ τὰ ζύγια Καλλίξ. παρ’ Ἀθην, 204Β.