θυμαίνω

From LSJ
Revision as of 10:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμαίνω Medium diacritics: θυμαίνω Low diacritics: θυμαίνω Capitals: ΘΥΜΑΙΝΩ
Transliteration A: thymaínō Transliteration B: thymainō Transliteration C: thymaino Beta Code: qumai/nw

English (LSJ)

Ep.impf. A θυμαίνεσκον A.R.3.1326: (θυμός):—to bewroth, angry, Hes.Sc.262, Ar.Nu.610; τινι at one, ib.1478, Eup.191.

German (Pape)

[Seite 1222] zürnen; ὄμμασι θυμήνασαι Hes. Sc. 262; τινί, auf Jemand, Ar. Nubb. 1478. Das med. bei Hesych. erkl. ὀργίζεται.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, (θυμὸς) ὀργίζομαι, θυμώνω, ὄμμασι θυμήνασαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 262, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 609· τινί, ἐναντίον τινός, αὐτόθι 1478, Εὔπολ. ἐν Μαρ. 21.

French (Bailly abrégé)

être irrité, τινι contre qqn.
Étymologie: θυμός.

Greek Monolingual

θυμαίνω (ΑΜ) θυμός (ενεργ
και μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω.

Greek Monotonic

θῡμαίνω: μέλ. -ᾰνω (θυμός), είμαι οργισμένος, θυμωμένος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμαίνω: (fut. θυμᾰνῶ) гневаться, сердиться (ἐς ἀλλήλους Hes.): θ. τινί Arph. сердиться на кого-л.

Middle Liddell

θῡμαίνω, θυμός
to be wroth, angry, Hes., Ar.