θόρνυμαι

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θόρνυμαι Medium diacritics: θόρνυμαι Low diacritics: θόρνυμαι Capitals: ΘΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: thórnymai Transliteration B: thornymai Transliteration C: thornymai Beta Code: qo/rnumai

English (LSJ)

A = θρῴσκω ΙΙ, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th.130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.

German (Pape)

[Seite 1215] = θρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι θόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.

Greek (Liddell-Scott)

θόρνυμαι: ἀποθ., = θρώσκω, ΙΙ, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἁλ. 716, Νικ. Θηρ. 130 γ΄πληθ. ὑποτακτ. ἐπεὰν θορνύωνται Ἡρόδ. 3. 109.

French (Bailly abrégé)

1 jaillir;
2 saillir.
Étymologie: cf. θρῴσκω.

Greek Monolingual

θόρνυμαι (Α)
(για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ-νυ-μαι < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].

Greek Monotonic

θόρνυμαι: ή -ύομαι,
I. αποθ. = θρῴσκω
II. γʹ πληθ. υποτ. θορνύωνται, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Dep., = θρώσκω II, 3rd pl. subj. θορνύωνται Hdt.