κακοπραγμοσύνη
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἡ, A evil-doing, Democr.297, D.25.101, Plb.4.23.8, al., Phld.Acad.Ind.p.54M.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, Arglist, Tücke; Dem. 25, 101; Pol. 4, 23, 8 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
méchanceté.
Étymologie: κακοπράγμων.
Greek Monolingual
η (Α κακοπραγμοσύνη) κακοπράγμων
κακή πράξη, ενασχόληση με το κακό.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπραγμοσύνη: ἡ подлый образ действий, подлые поступки, злоба, коварство Dem., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγμοσύνη -ης, ἡ [κακοπράγμων] kwalijke praktijken.