κακοπράγμων

English (LSJ)

κακοπράγμον, gen. ονος, doing evil, mischievous, X.HG5.2.36, Isoc.15.225,236, Arist.Ath.35.3: Sup. κακοπραγμονέστατος, περί τι Plb.8.9.3. Adv. κακοπραγμόνως Klio 16.163 (Delph.).

German (Pape)

[Seite 1302] ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a ou exécute de mauvais desseins, malfaisant, intrigant.
Étymologie: κακός, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (AM κακοπράγμων, -ον)
αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.).
επίρρ...
κακοπραγμόνως (AM)
επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλοπράγμων, πολυπράγμων].

Greek Monotonic

κᾱκοπράγμων: -ον (πράσσω), = κακοποιός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπράγμων: 2, gen. ονος злонамеренный, коварный, подло поступающий Xen., Isocr., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπράγμων -ον, gen. -ονος [κακός, πράττω] vals, misdadig.

Middle Liddell

πράσσω = κακοποιός, Xen.]