κατάμονος

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμονος Medium diacritics: κατάμονος Low diacritics: κατάμονος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: katámonos Transliteration B: katamonos Transliteration C: katamonos Beta Code: kata/monos

English (LSJ)

ον, A permanent, SIG141.8 (Corc. Nigr., iv B. C.); τιμαί Plb.39.3.9, IG5(1).1432.16 (Messene, i B. C.); ψαφίσματα SIG563.8 (Aetol., from Teos, iii B. C.). 2 ἐψηφίσατο τὸν πόλεμον κ. εἶναι should continue, Plb.18.12.1, cf. 21.2.6, al.

German (Pape)

[Seite 1364] bleibend, dauernd, fortwährend, γίγνεται ὁ πόλεμος, Pol. 17, 12, 1 u. öfter; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμονος: -ον, ὅστις καταμένει, μόνιμος, χρόνιος, διηνεκής, διαρκής, πόλεμος κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. εἶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάμονος, -ον, θηλ. και -η)
νεοελλ.
εντελώς μόνος, ολομόναχος
αρχ.
μόνιμος, χρόνιος, διαρκής.

Russian (Dvoretsky)

κατάμονος: постоянный, длительный, затяжной (πόλεμος Polyb.).