καυστός

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυστός Medium diacritics: καυστός Low diacritics: καυστός Capitals: ΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: kaustós Transliteration B: kaustos Transliteration C: kafstos Beta Code: kausto/s

English (LSJ)

or καυτός (as Inscrr.), ή, όν, A burnt, red-hot, καυτὸν μοχλόν E.Cyc.633 (Scal.for καὶ τὸν): καυστόν, τό, burnt-offering for the dead, Phot.; so καυτόν Hsch.; whole burnt-offering, ἄγοντι τὸμ βοῦν καὶ τὸγ καυτόν SIG1025.31 (Cos); ἀρὴν καυτός ib.1027.9 (ibid.). 2 capable of being burnt, opp.ἄκαυστος, Arist.Mete.387a17, al.; cf. καυστικός: Comp. -ότερος Thphr.Ign.72.

German (Pape)

[Seite 1408] adj. verb. zu καίω, verbrannt, angebrannt; μοχλός Eur. Cycl. 629; brennbar, Arist. part. anim. 2, 2. Vgl. καυστικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 combustible;
2 brûlant, chauffé au rouge.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ καυστός, -ή, -όν)
βλ. καυτός.

Greek Monotonic

καυστός: ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καυστός: Eur. καυτός 3
1) нагретый, раскаленный (μοχλός Eur.);
2) воспламеняющийся, горючий Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυ(σ)τός -ή -όν [κάω] gloeiend.

Middle Liddell

καίω
burnt, red-hot, Eur.