κεροπλάστης

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροπλάστης Medium diacritics: κεροπλάστης Low diacritics: κεροπλάστης Capitals: ΚΕΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keroplástēs Transliteration B: keroplastēs Transliteration C: keroplastis Beta Code: keropla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A arranging the hair in horns or queues (cf. κέρας v.1), hairdresser, Archil.57, Poll.2.31, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.

Greek (Liddell-Scott)

κεροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, κομμωτής, καλλωπιστὴς τῆς κόμης, Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α (ἔνθα ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «κεροπλάστης· λεπτουργός. ἢ τριχοκοσμητής», Πολυδ. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81.

Greek Monolingual

(I)
και κηροπλάστης, ο
αυτός που κατασκευάζει κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, μυθο-πλάστης.
(II)
κεροπλάστης, ὁ (Α)
αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκο-πλάστης, ψευδο-πλάστης.