κναφικός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
later γνᾰφ-, ή, όν, A = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1459] = κναφευτικός, z. B. κτείς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφικός: ἢ γναφ-, ή, όν, = κναφευτικός, Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ.