κοιλιολυτικός

From LSJ
Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιολῠτικός Medium diacritics: κοιλιολυτικός Low diacritics: κοιλιολυτικός Capitals: ΚΟΙΛΙΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: koiliolytikós Transliteration B: koiliolytikos Transliteration C: koiliolytikos Beta Code: koiliolutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A laxative, Gp.10.51 tit.

German (Pape)

[Seite 1466] ή, όν, Durchfall verursachend, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

κοιλιολυτικός, -ή, -όν (Μ) κοιλιολυτώ
αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί διάρροια, καθαρτικός.