κονιστήριον

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστήριον Medium diacritics: κονιστήριον Low diacritics: κονιστήριον Capitals: ΚΟΝΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: konistḗrion Transliteration B: konistērion Transliteration C: konistirion Beta Code: konisth/rion

English (LSJ)

τό, A = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1481] τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστήριον: τό, = κονίστρα, Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.

Greek Monolingual

κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον, θυσιασ-τήριον)].