κονιστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.
German (Pape)
[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
Greek (Liddell-Scott)
κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
Greek Monolingual
κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.
Russian (Dvoretsky)
κονιστικός: любящий валяться (кататься) в песке (ὄρνις Arst.).