ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
Full diacritics: κοσκῐνοράφος | Medium diacritics: κοσκινοράφος | Low diacritics: κοσκινοράφος | Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΑΦΟΣ |
Transliteration A: koskinoráphos | Transliteration B: koskinoraphos | Transliteration C: koskinorafos | Beta Code: koskinora/fos |
[ᾰ], ὁ, A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).
κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].