κραταιόφρων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A stern, Τιτάν PMag.Berol.2.85.
Spanish
que tiene poderosos pensamientos
Greek Monolingual
κραταιόφρων, -ον (AM)
βλοσυρός, αγριωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ευθύ-φρων, υψηλό-φρων].