κυπρῖνος

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρῖνος Medium diacritics: κυπρῖνος Low diacritics: κυπρίνος Capitals: ΚΥΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kyprînos Transliteration B: kyprinos Transliteration C: kyprinos Beta Code: kupri=nos

English (LSJ)

ὁ, A carp, Arist.HA533a29, 538a15, Fr.321, Opp.H.1.101.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, eine Karpfenart; Arist. H. A. 4, 11. 6, 14; Ath. VII, 309 a; Opp. Hal. 1, 101. 592.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρῖνος: ὁ, εἶδος λιμναίου καὶ ποταμίου ἰχθύος, καλουμένου καὶ νῦν κυπρίνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 7., 4. 11, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (AM κυπρῑνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρ-ίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].

Russian (Dvoretsky)

κυπρῖνος: ὁ рыба карп (Cyprinus carpio) Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: carp (Arist., Opp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἀτταγῖνος and other fish-names (s. on ἀτταγᾶς and Strömberg Fischnamen 41) from κύπρος henna (s. v.) after the colour; cf. Strömberg 20ff. - Not here the other names for carp, Skt. śaphara- m. = Lith. šãpalas, OHG karp(f)o etc. (s. Bq and W.-Hofmann s. carpa). -ιν- is a well known Pre-Greek suffix.

Frisk Etymology German

κυπρῖνος: {kuprĩnos}
Grammar: m.
Meaning: Karpfen (Arist., Opp.).
Etymology : Bildung wie ἀτταγῖνος und andere Fischnamen (s. zu ἀτταγᾶς m. Lit. und Strömberg Fischnamen 41) von κύπρος Hennastrauch (s. d.) nach der Farbe; vgl. Strömberg 20ff., auch WP. 1, 457. — Die anderen Benennungen des Karpfens, aind. śaphara- m. = lit. šãpalas, ahd. karp(f)o usw. (s. Bq und W.-Hofmann s. carpa m. Lit.) sind fernzuhalten.
Page 2,51