κυνοτρόφος

From LSJ
Revision as of 13:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοτρόφος Medium diacritics: κυνοτρόφος Low diacritics: κυνοτρόφος Capitals: ΚΥΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kynotróphos Transliteration B: kynotrophos Transliteration C: kynotrofos Beta Code: kunotro/fos

English (LSJ)

ον, A keeping dogs, Ctes.Fr.62.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοτρόφος: ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui élève des chiens.
Étymologie: κύων, τρέφω.

Greek Monolingual

κυνοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος)].