λευκοπληθής

From LSJ
Revision as of 13:57, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπληθής Medium diacritics: λευκοπληθής Low diacritics: λευκοπληθής Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: leukoplēthḗs Transliteration B: leukoplēthēs Transliteration C: lefkoplithis Beta Code: leukoplhqh/s

English (LSJ)

ές, A full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.

Greek Monolingual

λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῑν ἐκκλησία», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).