λιπεργάτης

From LSJ
Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπεργάτης Medium diacritics: λιπεργάτης Low diacritics: λιπεργάτης Capitals: ΛΙΠΕΡΓΑΤΗΣ
Transliteration A: lipergátēs Transliteration B: lipergatēs Transliteration C: lipergatis Beta Code: liperga/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης.

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπεργάτης: ὁ, ὁ λιπὼν τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἴδε ἐν λ. λιπερνής.

Greek Monolingual

λιπεργάτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ἐργάτης.