λιμόξηρος

From LSJ
Revision as of 14:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμόξηρος Medium diacritics: λιμόξηρος Low diacritics: λιμόξηρος Capitals: ΛΙΜΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: limóxēros Transliteration B: limoxēros Transliteration C: limoksiros Beta Code: limo/chros

English (LSJ)

ον, A wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.

Greek Monolingual

λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].