λωβητής

From LSJ
Revision as of 14:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβητής Medium diacritics: λωβητής Low diacritics: λωβητής Capitals: ΛΩΒΗΤΗΣ
Transliteration A: lōbētḗs Transliteration B: lōbētēs Transliteration C: lovitis Beta Code: lwbhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., λ. τέχνης A one who disgraces his trade, Ar.Ra.93.

Greek (Liddell-Scott)

λωβητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν ἐπάγγελμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 93.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui gâte, qui fait tort à.
Étymologie: λωβάομαι.

Greek Monolingual

λωβητής, ὁ (Α) λωβώμαι
λωβητήρ («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λωβητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λωβητής: οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.).

Middle Liddell

λωβητής, οῦ, = λωβητήρ
λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar.