μάρπτις

From LSJ
Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρπτις Medium diacritics: μάρπτις Low diacritics: μάρπτις Capitals: ΜΑΡΠΤΙΣ
Transliteration A: márptis Transliteration B: marptis Transliteration C: marptis Beta Code: ma/rptis

English (LSJ)

ὁ, A seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.

Greek (Liddell-Scott)

μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.

Greek Monolingual

μάρπτις, -ιος, ὁ (Α)
αυτός που αρπάζει κάτι βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα -τις της λ. βλ. και μάντις)].

Russian (Dvoretsky)

μάρπτις: ιος ὁ похититель, хищник Aesch.