μελέϊνος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
η, ον, A ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.
German (Pape)
[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.
Greek Monolingual
μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].