μεσόκουρος

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόκουρος Medium diacritics: μεσόκουρος Low diacritics: μεσόκουρος Capitals: ΜΕΣΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: mesókouros Transliteration B: mesokouros Transliteration C: mesokouros Beta Code: meso/kouros

English (LSJ)

ον, A shaven in the middle, Poll.4.139.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte geschoren, Poll. 4, 139.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόκουρος: -ον, ὁ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.

Greek Monolingual

μεσόκουρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο του κεφαλιού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, ημί-κουρος].