νευρένδετος

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρένδετος Medium diacritics: νευρένδετος Low diacritics: νευρένδετος Capitals: ΝΕΥΡΕΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: neuréndetos Transliteration B: neurendetos Transliteration C: nevrendetos Beta Code: neure/ndetos

English (LSJ)

ον, A strung, κιθάρη Man.5.163.

German (Pape)

[Seite 247] mit Sehnen, Saiten bespannt, bezogen, angebunden, Maneth. 5, 163.

Greek (Liddell-Scott)

νευρένδετος: -ον, ὁ δεδεμένος ἢ τεταμένος, «τεντωμένος» διὰ νευρᾶς, Μανέθων 5. 163.

Greek Monolingual

νευρένδετος, -ον (Α)
δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ-ένδετος, χρυσ-ένδετος].