μηκώνειος

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκώνειος Medium diacritics: μηκώνειος Low diacritics: μηκώνειος Capitals: ΜΗΚΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: mēkṓneios Transliteration B: mēkōneios Transliteration C: mikoneios Beta Code: mhkw/neios

English (LSJ)

α, ον, A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44. II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434. 2 v. μηκώνιον.

Greek Monolingual

μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].