μηκεδανός

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκεδᾰνός Medium diacritics: μηκεδανός Low diacritics: μηκεδανός Capitals: ΜΗΚΕΔΑΝΟΣ
Transliteration A: mēkedanós Transliteration B: mēkedanos Transliteration C: mikedanos Beta Code: mhkedano/s

English (LSJ)

ή, όν, (μῆκος) A long, AP11.345, Nonn.D.9.260, al.

German (Pape)

[Seite 171] (μῆκος, vgl. μακεδνός), lang; Pallads. (XI, 345); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μηκεδᾰνός: -ή, -όν, (μῆκος) μακρός, Ἀνθ. Π. 11. 345, Συνεσ. Ὕμν. 3. 497.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
long.
Étymologie: μῆκος.

Greek Monolingual

μηκεδανός, -ή, -όν (Α)
μακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος, εκτεταμένη μορφή τοῦ μᾱκεδνός κατά το ἡπεδανός.

Greek Monotonic

μηκεδᾰνός: -ή, -όν (μῆκος), μακρύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μηκεδᾰνός: длинный, длиннополый (καράκαλλον Anth.).

Middle Liddell

μηκεδᾰνός, ή, όν μῆκος
long, Anth.