μνημήϊον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό, Ion. for μνημεῖον. II μνημήϊος, ον, bearing record, στήλη Supp.Epigr.1.456 (Phrygia).
German (Pape)
[Seite 194] τό, ion. = μνημεῖον, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μνημεῖον.
Greek Monolingual
μνημήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. μνημείο.
Greek Monotonic
μνημήϊον: τό, Ιων. αντί μνημεῖον.
Russian (Dvoretsky)
μνημήϊον: ион. = μνημεῖον.