μονόφορβος

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφορβος Medium diacritics: μονόφορβος Low diacritics: μονόφορβος Capitals: ΜΟΝΟΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: monóphorbos Transliteration B: monophorbos Transliteration C: monoforvos Beta Code: mono/forbos

English (LSJ)

ον, A grazing alone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 206] allein weidend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.

Greek Monolingual

μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ-φορβος].