μυριόφωνος

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόφωνος Medium diacritics: μυριόφωνος Low diacritics: μυριόφωνος Capitals: ΜΥΡΙΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: myrióphōnos Transliteration B: myriophōnos Transliteration C: myriofonos Beta Code: murio/fwnos

English (LSJ)

ον, A with ten thousand voices, APl.5.362.

German (Pape)

[Seite 220] zehntausendstimmig, mit unzähligen Stimmen, δῆμος, Epigr. athl. stat. 33 (Plan. 362).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων μυρίας φωνάς, ὁ λαλῶν πολλὰς γλώσσας, Ἀνθ. Πλαν. 362.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mille voix, aux voix innombrables.
Étymologie: μυρίοι, φωνή.

Greek Monolingual

μυριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά πάρα πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φωνος (< φωνή)].

Greek Monotonic

μῡριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί με δέκα χιλιάδες φωνές, μυριόστομος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡριό-φωνος, ον φωνή
with ten thousand voices, Anth.