μόνανδρος

From LSJ
Revision as of 15:47, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνανδρος Medium diacritics: μόνανδρος Low diacritics: μόνανδρος Capitals: ΜΟΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: mónandros Transliteration B: monandros Transliteration C: monandros Beta Code: mo/nandros

English (LSJ)

ἡ, A having but one husband, IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse).

German (Pape)

[Seite 201] einen Mann habend, Io. Chrys.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)
νεοελλ.
για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.μόνανδρος
η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)- -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].