μυωξία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, A mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.
Greek (Liddell-Scott)
μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.