ξενοδόχος

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδόχος Medium diacritics: ξενοδόχος Low diacritics: ξενοδόχος Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: xenodóchos Transliteration B: xenodochos Transliteration C: ksenodochos Beta Code: cenodo/xos

English (LSJ)

A v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόχος].